- οπισθοστερνικός
- -ή, -όανατ. αυτός που βρίσκεται ή εντοπίζεται στο πρόσθιο μεσοπνευμόνιο μεταξύ τής οπίσθιας επιφάνειας τού στέρνου και τής καρδιάς («οπισθοστερνικός πόνος τής στηθάγχης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
στηθάγχη — (Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο… … Dictionary of Greek